κατευθυνομένη

κατευθυνομένη
κατευθῡνομένη , κατευθύνω
make
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
κατευθῡνομένη , κατευθύνω
make
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατευθύνω — (AM κατευθύνω) ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. μέσ. κατευθύνομαι …   Dictionary of Greek

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • αποσταθεροποίηση — η η εσκεμμένη και κατευθυνόμενη διατάραξη των συνθηκών πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής κ.λπ. ομαλότητας με αρχικό σκοπό τη δημιουργία αναρχίας και ακυβερνησίας και απώτερο την ανατροπή της υφιστάμενης πολιτειακής τάξης …   Dictionary of Greek

  • καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • νεοεξελικτισμός — ο (εθνολ. ανθρωπολ.) ανθρωπολογική σχολή που ασχολείται με τη μακροπρόθεσμη κατευθυνόμενη εξελικτική πολιτισμική αλλαγή και με τα πρότυπα ανάπτυξης τα οποία μπορεί να απαντούν σε ανεξάρτητους, απομακρυσμένους πολιτισμούς …   Dictionary of Greek

  • ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοδιόπτευση — η, Ν ναυτ. παρατήρηση που γίνεται με τη βοήθεια ραδιοπυξίδας κατά τους κανόνες τής ραδιογωνιομετρίας και, ιδίως, ο προσδιορισμός, από πλοίο ή αεροσκάφος, τής γωνίας με την οποία τέμνει τον μαγνητικό μεσημβρινό μια κατευθυνόμενη δέσμη… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλεσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη μελέτη και τον εντοπισμό γαλαξιακών και αστρικών ραδιοπηγών, οι οποίες εκπέμπουν, με μορφή θορύβου, ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος μεταξύ 1 χιλιοστού και περίπου 30 μ.· χρησιμεύει ακόμα για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”